κατεσπευσμένως

κατεσπευσμένως
κατασπεύδω
urge
perf part mp masc acc pl (doric)
κατεσπευσμένως
hastily
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεσπευσμένος — η, ο αυτός που γίνεται πολύ βιαστικά, εσπευσμένος, βιαστικός. επίρρ... κατεσπευσμένως και α (Α κατεσπευσμένως) κατεπειγόντως, με πολύ βιαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσπευσμένος τού κατασπεύδομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”